den
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
den (en)
- το άντρο (φωλιά ορισμένων ζώων, όπως του λιονταριού)
- το άντρο, το κρησφύγετο
- το ησυχαστήριο ενός ανθρώπου στο σπίτι του, ο προσωπικός του χώρος
Μπαμπάρα (bm)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.