νιάμερα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα νιάμερα
      γενική των νιάμερων
    αιτιατική τα νιάμερα
     κλητική νιάμερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νιάμερα < εννιάμερα

Ουσιαστικό

νιάμερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.