μέρα με τη μέρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

<  δείτε τη λέξη μέρα

Έκφραση

μέρα με τη μέρα

  • λέγεται για γεγονός που συνέβη, ή συμβαίνει και συνεχίζει για μερικά εικοσιτετράωρα, ευμενώς ή δυσμενώς
* "η κατάσταση της υγείας του άρχισε μέρα με την μέρα να επιδεινώνεται"

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.