λελογισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λελογισμένος | η | λελογισμένη | το | λελογισμένο |
| γενική | του | λελογισμένου | της | λελογισμένης | του | λελογισμένου |
| αιτιατική | τον | λελογισμένο | τη | λελογισμένη | το | λελογισμένο |
| κλητική | λελογισμένε | λελογισμένη | λελογισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λελογισμένοι | οι | λελογισμένες | τα | λελογισμένα |
| γενική | των | λελογισμένων | των | λελογισμένων | των | λελογισμένων |
| αιτιατική | τους | λελογισμένους | τις | λελογισμένες | τα | λελογισμένα |
| κλητική | λελογισμένοι | λελογισμένες | λελογισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λελογισμένος: μετοχή παρακειμένου του ρήματος λογίζομαι, όπως στην ελληνιστική κοινή λελογισμένος,[1] μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική modéré [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /le.lo.ʝiˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐λο‐γι‐σμέ‐νος
Μετοχή
λελογισμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό)
- που γίνεται με λογική σκέψη, λογικός, όχι υπέρμετρος
- ↪ Το υπουργείο υγείας καλεί σε λελογισμένη χρήση των αντιβιοτικών.
- χωρίς πολλά έξοδα, χωρίς υπερβολικές δαπάνες
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- λελογισμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λελογισμένος | ἡ | λελογισμένη | τὸ | λελογισμένον |
| γενική | τοῦ | λελογισμένου | τῆς | λελογισμένης | τοῦ | λελογισμένου |
| δοτική | τῷ | λελογισμένῳ | τῇ | λελογισμένῃ | τῷ | λελογισμένῳ |
| αιτιατική | τὸν | λελογισμένον | τὴν | λελογισμένην | τὸ | λελογισμένον |
| κλητική ὦ! | λελογισμένε | λελογισμένη | λελογισμένον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | λελογισμένοι | αἱ | λελογισμέναι | τὰ | λελογισμένᾰ |
| γενική | τῶν | λελογισμένων | τῶν | λελογισμένων | τῶν | λελογισμένων |
| δοτική | τοῖς | λελογισμένοις | ταῖς | λελογισμέναις | τοῖς | λελογισμένοις |
| αιτιατική | τοὺς | λελογισμένους | τὰς | λελογισμένᾱς | τὰ | λελογισμένᾰ |
| κλητική ὦ! | λελογισμένοι | λελογισμέναι | λελογισμένᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λελογισμένω | τὼ | λελογισμένᾱ | τὼ | λελογισμένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | λελογισμένοιν | τοῖν | λελογισμέναιν | τοῖν | λελογισμένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λελογισμένος < μετοχή παρακειμένου (λελόγισμαι) του μεσοπαθητικού ρήματος λογίζομαι (αρχαία ελληνική , όπως και το επίρρημα λελογισμένως)
Μετοχή
λελογισμένος, -η, -ον μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου (ελληνιστική κοινή)
- εγκρατής, λελογισμένος
- ※ 3ος αιώνας κε ⌘ Πορφύριος, Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων (De absinentia), 1.44@scaife.perseus
- διʼ ὅ καὶ ὁ μὲν ἀλόγιστος λέγεται καὶ φερόμενος ὑπὸ τῆς ἀλογίας, ὁ δὲ λελογισμένος καὶ ἐγκρατὴς παντὸς ἀλογίστου·
- ※ 3ος αιώνας κε ⌘ Πορφύριος, Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων (De absinentia), 1.44@scaife.perseus
Αντώνυμα
- ἀλόγιστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.