αναδιπλασιασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αναδιπλασιασμός | οι | αναδιπλασιασμοί |
| γενική | του | αναδιπλασιασμού | των | αναδιπλασιασμών |
| αιτιατική | τον | αναδιπλασιασμό | τους | αναδιπλασιασμούς |
| κλητική | αναδιπλασιασμέ | αναδιπλασιασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναδιπλασιασμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αναδιπλασιασμός αρσενικό
- (γραμματική) ο διπλασιασμός της αρχικής συλλαβής του ρηματικού θέματος με την προσθήκη μιας επιπλέον συλλαβής στην αρχή του, η οποία σχηματίζεται από το αρχικό σύμφωνο του θέματος και το φωνήεν ε (στους συντελεσμένους χρόνους) ή το ι (στον ενεστώτα)
Σημειώσεις
Ίχνη του αρχαίου αναδιπλασιασμού παρατηρούνται σε σύγχρονες λέξεις: πεπρωμένο, πεπερασμένος, πεπαιδευμένος, τετριμμένος, συγκεκριμένος, διακεκριμένος, αφηρημένος, τεθωρακισμένο, γεγονός, όπως και στο ουσιαστικό πεποίθηση.
Μεταφράσεις
αναδιπλασιασμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.