λογίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λογίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λογίζομαι < λέγω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λογίζομαι | λογιζόμουν(α) | θα λογίζομαι | να λογίζομαι | ||
| β' ενικ. | λογίζεσαι | λογιζόσουν(α) | θα λογίζεσαι | να λογίζεσαι | (λογίζου) | |
| γ' ενικ. | λογίζεται | λογιζόταν(ε) | θα λογίζεται | να λογίζεται | ||
| α' πληθ. | λογιζόμαστε | λογιζόμαστε λογιζόμασταν |
θα λογιζόμαστε | να λογιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | λογίζεστε | λογιζόσαστε λογιζόσασταν |
θα λογίζεστε | να λογίζεστε | (λογίζεστε) | |
| γ' πληθ. | λογίζονται | λογίζονταν λογιζόντουσαν |
θα λογίζονται | να λογίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λογίστηκα | θα λογιστώ | να λογιστώ | λογιστεί | ||
| β' ενικ. | λογίστηκες | θα λογιστείς | να λογιστείς | λογίσου | ||
| γ' ενικ. | λογίστηκε | θα λογιστεί | να λογιστεί | |||
| α' πληθ. | λογιστήκαμε | θα λογιστούμε | να λογιστούμε | |||
| β' πληθ. | λογιστήκατε | θα λογιστείτε | να λογιστείτε | λογιστείτε | ||
| γ' πληθ. | λογίστηκαν λογιστήκαν(ε) |
θα λογιστούν(ε) | να λογιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω λογιστεί | είχα λογιστεί | θα έχω λογιστεί | να έχω λογιστεί | λογισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις λογιστεί | είχες λογιστεί | θα έχεις λογιστεί | να έχεις λογιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει λογιστεί | είχε λογιστεί | θα έχει λογιστεί | να έχει λογιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε λογιστεί | είχαμε λογιστεί | θα έχουμε λογιστεί | να έχουμε λογιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε λογιστεί | είχατε λογιστεί | θα έχετε λογιστεί | να έχετε λογιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν λογιστεί | είχαν λογιστεί | θα έχουν λογιστεί | να έχουν λογιστεί | ||
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- λογίζομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λογίζομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.