λογίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λογίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λογίζομαι < λέγω

Ρήμα

λογίζομαι, π.αόρ.: λογίστηκα (αποθετικό ρήμα)

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.