συγκρατημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συγκρατημένος | η | συγκρατημένη | το | συγκρατημένο |
| γενική | του | συγκρατημένου | της | συγκρατημένης | του | συγκρατημένου |
| αιτιατική | τον | συγκρατημένο | τη | συγκρατημένη | το | συγκρατημένο |
| κλητική | συγκρατημένε | συγκρατημένη | συγκρατημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συγκρατημένοι | οι | συγκρατημένες | τα | συγκρατημένα |
| γενική | των | συγκρατημένων | των | συγκρατημένων | των | συγκρατημένων |
| αιτιατική | τους | συγκρατημένους | τις | συγκρατημένες | τα | συγκρατημένα |
| κλητική | συγκρατημένοι | συγκρατημένες | συγκρατημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συγκρατημένος < συγκρατώ
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.