modéré

Γαλλικά (fr)

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό modéré modérés
θηλυκό modérée modérées

Επίθετο

modéré (fr)

  1. (για ανθρώπους) μετρημένος, μετριοπαθής· που αποφεύγει τις ακρότητες και τις υπερβολές
  2. (για πράξεις, συναισθήματα, ενέργειες) που δεν χαρακτηρίζεται από ακρότητα και υπερβολή
  3. που βρίσκεται στο μέσο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.