modéré
Γαλλικά (fr)
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | modéré | modérés |
| θηλυκό | modérée | modérées |
Επίθετο
modéré (fr)
- (για ανθρώπους) μετρημένος, μετριοπαθής· που αποφεύγει τις ακρότητες και τις υπερβολές
- (για πράξεις, συναισθήματα, ενέργειες) που δεν χαρακτηρίζεται από ακρότητα και υπερβολή
- που βρίσκεται στο μέσο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.