υπερβολικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπερβολικός | η | υπερβολική | το | υπερβολικό |
| γενική | του | υπερβολικού | της | υπερβολικής | του | υπερβολικού |
| αιτιατική | τον | υπερβολικό | την | υπερβολική | το | υπερβολικό |
| κλητική | υπερβολικέ | υπερβολική | υπερβολικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπερβολικοί | οι | υπερβολικές | τα | υπερβολικά |
| γενική | των | υπερβολικών | των | υπερβολικών | των | υπερβολικών |
| αιτιατική | τους | υπερβολικούς | τις | υπερβολικές | τα | υπερβολικά |
| κλητική | υπερβολικοί | υπερβολικές | υπερβολικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπερβολικός < (ελληνιστική κοινή) ὑπερβολικός < ὑπέρ + βάλλω
Επίθετο
υπερβολικός, -ή, -ό
- που ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια ως προς την ποσότητα ή την ένταση
- στο κέντρο έχει συνήθως υπερβολική φασαρία
- μεγαλύτερος από το επιτρεπτό ή από το ανεκτό
- πέθανε από υπερβολική χρήση ναρκωτικών
- (για πρόσωπο) που υπερβάλλει μιλώντας
- μη γίνεσαι υπερβολικός
- που αναφέρεται στη γεωμετρική υπερβολή
Μεταφράσεις
που ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια
που υπερβάλλει
που αναφέρεται στη γεωμετρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.