λίθιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- λίθιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική lithium < αρχαία ελληνική λίθος
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1864
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈli.θi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λί‐θι‐ο
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λίθιο | τα | λίθια |
| γενική | του | λιθίου & λίθιου |
των | λιθίων |
| αιτιατική | το | λίθιο | τα | λίθια |
| κλητική | λίθιο | λίθια | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λίθιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) χημικό στοιχείο, που ανήκει στα αλκάλια, με ατομικό αριθμό 3 και χημικό σύμβολο το Li
- (μεταλλουργία) μαλακό μέταλλο με ασημένιο χρώμα, που είναι ιδιαίτερα εύφλεκτο και χρησιμοποιείται σε κράματα μεταφοράς θερμότητας και σε μπαταρίες
Συγγενικά
- λιθία
- λιθιούχος
Σύνθετα
- αιθυλολίθιο
- λιθιαμίδιο
- μεθυλολίθιο
- οργανολιθιακός
- προπυλολίθιο
Πολυλεκτικοί όροι
- ανθρακικό λίθιο
- υδροξείδιο του λιθίου
- χλωριούχο λίθιο
- Περιοδικός Πίνακας των στοιχείων
-
λίθιο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
λίθιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.