αλκάλιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αλκάλιο | τα | αλκάλια |
| γενική | του | αλκαλίου & αλκάλιου |
των | αλκαλίων |
| αιτιατική | το | αλκάλιο | τα | αλκάλια |
| κλητική | αλκάλιο | αλκάλια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλκάλιο < (άμεσο δάνειο) γαλλική alcali [1] < αραβική القلي (al-qaly, "τέφρα φυτού")
Ουσιαστικό
αλκάλιο ουδέτερο
Συνώνυμα
- αλκαλιμέταλλο
Συγγενικά
Σύνθετα
-
Αλκάλια στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- αλκάλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.