μπαταρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπαταρία | οι | μπαταρίες |
| γενική | της | μπαταρίας | των | μπαταριών |
| αιτιατική | την | μπαταρία | τις | μπαταρίες |
| κλητική | μπαταρία | μπαταρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αποσυναρμολογημένη μπαταρία νικελίου-υδριδίου. Διακρίνεται ο θετικός πόλος (1), το μεταλλικό περίβλημα και ο αρνητικός πόλος (2), το θετικό ηλεκτρόδιο (3), το αρνητικό ηλεκτρόδιο (4), που εφάπτεται με το μεταλλικό περίβλημα και ο διαχωριστής ηλεκτροδίων (5) ώστε να έρχονται σε επαφή μονάχα όταν ενώνονται οι πόλοι.
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
μπαταρία θηλυκό
- (ηλεκτρολογία) μέσο αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας που τροφοδοτεί με ηλεκτρισμό μηχανές ή συσκευές, ο ηλεκτρικός συσσωρευτής
- φορτίζω τη μπαταρία του κινητού μου επειδή άδειασε
- το αυτοκίνητό μου έμεινε από μπαταρία
- αναμεικτική βρύση, υδατομίκτης-υδατομείκτης, μίκτης-μείκτης νερού, διπολική βρύση, βρύση ζεστού / κρύου νερού-ύδατος (μίας ή δύο οπών [αναφέρουμε τον αριθμό των εμφανών οπών εισόδου])
- είτε σπανίως σύστημα ξεχωριστών βρύσεων, είτε ενιαίο σύστημα δύο περιστροφικών χερουλιών, είτε με ένα μοχλικό χερούλι που συνδυάζει ποσοστά των δύο πόλων
Σύνθετα
Εκφράσεις
- (μεταφορικά) γεμίζω τις μπαταρίες μου: ξεκουράζομαι και αναζωογονούμαι
- ευτυχώς που μετά από τόση δουλειά ήρθαν οι διακοπές και θα μπορέσουμε να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας
-
μπαταρία στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.