μπαταρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαταρία οι μπαταρίες
      γενική της μπαταρίας των μπαταριών
    αιτιατική την μπαταρία τις μπαταρίες
     κλητική μπαταρία μπαταρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αποσυναρμολογημένη μπαταρία νικελίου-υδριδίου. Διακρίνεται ο θετικός πόλος (1), το μεταλλικό περίβλημα και ο αρνητικός πόλος (2), το θετικό ηλεκτρόδιο (3), το αρνητικό ηλεκτρόδιο (4), που εφάπτεται με το μεταλλικό περίβλημα και ο διαχωριστής ηλεκτροδίων (5) ώστε να έρχονται σε επαφή μονάχα όταν ενώνονται οι πόλοι.

Ετυμολογία

μπαταρία < ιταλική batteria < γαλλική batterie (συστοιχία κανονιών) < λατινική battuere < battuo (χτυπώ)

Ουσιαστικό

μπαταρία θηλυκό

  1. (ηλεκτρολογία) μέσο αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας που τροφοδοτεί με ηλεκτρισμό μηχανές ή συσκευές, ο ηλεκτρικός συσσωρευτής
    φορτίζω τη μπαταρία του κινητού μου επειδή άδειασε
    το αυτοκίνητό μου έμεινε από μπαταρία
     συνώνυμα: ηλεκτρική στήλη, ηλεκτροσυσσωρευτής, συσσωρευτής
  2. αναμεικτική βρύση, υδατομίκτης-υδατομείκτης, μίκτης-μείκτης νερού, διπολική βρύση, βρύση ζεστού / κρύου νερού-ύδατος (μίας ή δύο οπών [αναφέρουμε τον αριθμό των εμφανών οπών εισόδου])
    είτε σπανίως σύστημα ξεχωριστών βρύσεων, είτε ενιαίο σύστημα δύο περιστροφικών χερουλιών, είτε με ένα μοχλικό χερούλι που συνδυάζει ποσοστά των δύο πόλων

Σύνθετα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.