κράτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κράτηση | οι | κρατήσεις |
| γενική | της | κράτησης* | των | κρατήσεων |
| αιτιατική | την | κράτηση | τις | κρατήσεις |
| κλητική | κράτηση | κρατήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κρατήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κράτηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κράτησις < αρχαία ελληνική κρατέω < κράτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kret- (διορατικότητα, δύναμη)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkɾa.ti.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρά‐τη‐ση
- τονικό παρώνυμο: κρατήσει
Ουσιαστικό
κράτηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κρατώ
- συγκράτηση
- η εξασφάλιση ή η αναγνώριση κατοχής μιας θέσης σε μεταφορικό μέσο, θέατρο κ.λπ., ή ενός δωματίου σε ξενοδοχείο
- (νομικός όρος) σύλληψη και αναγκαστική παραμονή σε κάποιο χώρο
- (στρατιωτικός όρος) αναγκαστική παραμονή στο στρατόπεδο και στέρηση εξόδου
- (οικονομία) το χρηματικό ποσό που παρακρατείται από τον μισθό ή άλλες απολαβές για τη φορολόγηση, ασφάλιση κ.λπ.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κρατώ
Μεταφράσεις
συγκράτηση
|
η εξασφάλιση ή η αναγνώριση κατοχής μιας θέσης σε μεταφορικό μέσο, θέατρο κ.λπ., ή ενός δωματίου σε ξενοδοχείο
σύλληψη και αναγκαστική παραμονή σε κάποιο χώρο
|}
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.