κρατήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

κρατήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κρατώ
  2. θα κρατήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κρατώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κρατήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κράτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.