αναγνώριση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναγνώριση οι αναγνωρίσεις
      γενική της αναγνώρισης* των αναγνωρίσεων
    αιτιατική την αναγνώριση τις αναγνωρίσεις
     κλητική αναγνώριση αναγνωρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναγνωρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναγνώριση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναγνώρι(σις) (< ἀναγνωρίζω) + -ση. Δείτε αναγνωρίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.naˈɣno.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναγνώριση

Ουσιαστικό

αναγνώριση θηλυκό

Εκφράσεις

  • γραμματική αναγνώριση
  • αναγνώριση κλήσης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.