κλείσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλείσιμο τα κλεισίματα
      γενική του κλεισίματος των κλεισιμάτων
    αιτιατική το κλείσιμο τα κλεισίματα
     κλητική κλείσιμο κλεισίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλείσιμο < (κλείνω) κλεισ- + -ιμο
Κλείσιμο πόρτας.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkli.si.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλείσιμο

Ουσιαστικό

κλείσιμο ουδέτερο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.