παραμονή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραμονή | οι | παραμονές |
| γενική | της | παραμονής | των | παραμονών |
| αιτιατική | την | παραμονή | τις | παραμονές |
| κλητική | παραμονή | παραμονές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραμονή < [1]
- για τη σημασία «μένω σε μέρος για κάποια διάρκεια» < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραμονή (αρχικά: υποχρέωση δούλου να παραμείνει στον αφέντη του - επίσης: διάρκεια παρουσίας) < αρχαία ελληνική παραμένω < παρα- + μένω
- για τη σημασία «προηγούμενη μέρα»' < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παραμονή < ελληνιστική κοινή παραμονή
- Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + θέμα μον- του μένω + -ή
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.moˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐μο‐νή
Ουσιαστικό
παραμονή θηλυκό
- (μένω σε μέρος)
- η διαμονή, η κατοίκηση
- ↪ Η παραμονή του στο εξωτερικό διάρκεσε ένα μήνα
- η συνέχιση της συμμετοχής σε μια κοινότητα, μια ομάδα, έναν οργανισμό κλπ
- ↪ Η παραμονή του προπονητή στην ομάδα τον επόμενο χρόνο θεωρείται απίθανη.
- ↪ Το κεντρικό ζήτημα των διαβουλεύσεων ήταν η παραμονή της χώρας στη συμμαχία.
- η διαμονή, η κατοίκηση
- (προηγούμενη μέρα) η μέρα που προηγείται ενός σημαντικού γεγονότος, γιορτής ή επετείου (και παραμονές)
- ↪ Με την οικογένειά της συναντιέται συνήθως παραμονή Πρωτοχρονιάς.
- ↪ Πού θα περάσετε την Παραμονή; (συνήθως εννοείται: της Πρωτοχρονιάς)
- ↪ Την παραμονή κάθε διαγωνίσματος με πιάνει άγχος.
Μεταφράσεις
διαμονή
Αναφορές
- παραμονή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- παραμονή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παραμονή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
- .
- προηγούμενη ημέρα (όπως γιορτής)
- ※ 10ος αιώνας - ⌘ Κωνσταντῖνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος (905‑959) Περὶ τῆς βασιλείου τάξεως (Περὶ τελετῶν) Constantini Porphyrogeniti Imperatoris De Ceremoniis Aulae Byzantinae. Επιμ. Johann Jakob Reiske. Βόννη: Weber, 1829 έκφραση σε κεφάλαια όπως 1.106
Πηγές
- σελ.110 Τόμος 15 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
- (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- παραμονή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραμονή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.