παραμονή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραμονή οι παραμονές
      γενική της παραμονής των παραμονών
    αιτιατική την παραμονή τις παραμονές
     κλητική παραμονή παραμονές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραμονή < [1]
Μορφολογικά αναλύεται σε παρα- + θέμα μον- του μένω +

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.moˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραμονή

Ουσιαστικό

παραμονή θηλυκό

  1. (μένω σε μέρος)
    1. η διαμονή, η κατοίκηση
      Η παραμονή του στο εξωτερικό διάρκεσε ένα μήνα
    2. η συνέχιση της συμμετοχής σε μια κοινότητα, μια ομάδα, έναν οργανισμό κλπ
      Η παραμονή του προπονητή στην ομάδα τον επόμενο χρόνο θεωρείται απίθανη.
      Το κεντρικό ζήτημα των διαβουλεύσεων ήταν η παραμονή της χώρας στη συμμαχία.
  2. (προηγούμενη μέρα) η μέρα που προηγείται ενός σημαντικού γεγονότος, γιορτής ή επετείου (και παραμονές)
    Με την οικογένειά της συναντιέται συνήθως παραμονή Πρωτοχρονιάς.
    Πού θα περάσετε την Παραμονή; (συνήθως εννοείται: της Πρωτοχρονιάς)
    Την παραμονή κάθε διαγωνίσματος με πιάνει άγχος.

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. παραμονή - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)


ζητούμενο λήμμα

  1. .
  2. προηγούμενη ημέρα (όπως γιορτής)
      10ος αιώνας - Κωνσταντῖνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος (905959) Περὶ τῆς βασιλείου τάξεως (Περὶ τελετῶν) Constantini Porphyrogeniti Imperatoris De Ceremoniis Aulae Byzantinae. Επιμ. Johann Jakob Reiske. Βόννη: Weber, 1829 έκφραση σε κεφάλαια όπως 1.106
    Ὅσα δεῖ παραφυλλάτειν τῇ παραμονῇ τῆς Βαϊοφόρȣ ed.1751
    Ὅσα δεῖ παραφυλλάτειν τῇ παραμονῇ τῶν ἁγίων Φώτων ed.1751

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)


Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.