διορατικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διορατικότητα οι διορατικότητες
      γενική της διορατικότητας των διορατικοτήτων
    αιτιατική τη διορατικότητα τις διορατικότητες
     κλητική διορατικότητα διορατικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διορατικότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

διορατικότητα θηλυκό

  • η ικανότητα να προβλέπει κανείς την έκβαση των πραγμάτων, να αντιλαμβάνεται από το παρόν τι θα συμβεί στο μέλλον.


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.