ασφάλιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ασφάλιση | οι | ασφαλίσεις |
| γενική | της | ασφάλισης* | των | ασφαλίσεων |
| αιτιατική | την | ασφάλιση | τις | ασφαλίσεις |
| κλητική | ασφάλιση | ασφαλίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ασφαλίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ασφάλιση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ασφάλιση θηλυκό
- ασφάλιση (κατά τη νομική έννοια) είναι κοινωνία όμοιων κινδύνων που παρέχει στα μέλη της, με αντάλλαγμα (ασφάλιστρο ή εισφορά) αυτόνομη αξίωση για κάλυψη οικονομικής ανάγκης. πιο τυπικά μπορεί να ορισθεί σαν ένα σύστημα κατά το οποίο ο ασφαλιστής, έναντι μιας συνήθως εκ των προτέρων οριζόμενης εισφοράς, υπόσχεται να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο ή να του προσφέρει υπηρεσίες, στην περίπτωση που ορισμένα τυχαία περιστατικά έχουν σαν αποτέλεσμα την επέλευση ζημιών κατά τη διάρκεια μιας ορισμένης περιόδου.
Συγγενικά
- ασφαλίζομαι
- ασφαλίζω
- ασφαλισμένος
- ασφαλιστήριος
- ασφαλιστής - ασφαλίστρια
- ασφάλιστρο
- ασφαλιστικός
- ασφάλιστος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.