σύλληψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σύλληψη | οι | συλλήψεις |
| γενική | της | σύλληψης* | των | συλλήψεων |
| αιτιατική | τη | σύλληψη | τις | συλλήψεις |
| κλητική | σύλληψη | συλλήψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συλλήψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύλληψη < αρχαία ελληνική σύλληψις < συλλαμβάνω
Ουσιαστικό
σύλληψη θηλυκό
- η, από αρμόδια όργανα, αφαίρεση της ελευθερίας και ο περιορισμός των κινήσεων ενός ατόμου που θεωρείται ύποπτο
- όλοι οι δραπέτες οδηγήθηκαν, μετά τη σύλληψή τους, στα κρατητήρια της ασφάλειας
- η συνένωση ωαρίου και σπερματοζωαρίου με αποτέλεσμα τη δημιουργία αρχικού κυττάρου οργανισμού
- (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) η αρχική νοητική αναπαράσταση μιας ιδέας
Μεταφράσεις
στη βιολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.