σύλληψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύλληψη οι συλλήψεις
      γενική της σύλληψης* των συλλήψεων
    αιτιατική τη σύλληψη τις συλλήψεις
     κλητική σύλληψη συλλήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συλλήψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύλληψη < αρχαία ελληνική σύλληψις < συλλαμβάνω

Ουσιαστικό

σύλληψη θηλυκό

  1. η, από αρμόδια όργανα, αφαίρεση της ελευθερίας και ο περιορισμός των κινήσεων ενός ατόμου που θεωρείται ύποπτο
    όλοι οι δραπέτες οδηγήθηκαν, μετά τη σύλληψή τους, στα κρατητήρια της ασφάλειας
  2. η συνένωση ωαρίου και σπερματοζωαρίου με αποτέλεσμα τη δημιουργία αρχικού κυττάρου οργανισμού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.