κορυφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κορυφή | οι | κορυφές |
| γενική | της | κορυφής | των | κορυφών |
| αιτιατική | την | κορυφή | τις | κορυφές |
| κλητική | κορυφή | κορυφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
Κορυφή παγόβουνου στην Ανταρκτική.
Ετυμολογία
- κορυφή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κορυφή. Για τη γεωμετρία, και την ανώτερη ιεραρχική βαθμίδα, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sommet η από την αγγλική summit.[1] Δείτε και κορφή.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.ɾiˈfi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ρυ‐φή
Ουσιαστικό
κορυφή
- (γεωγραφία) το υψηλότερο σημείο ενός υψώματος, βουνού ή λόφου ή οποιουδήποτε αντικειμένου
- ↪ η κορυφή του Ταϋγέτου, η κορυφή του δέντρου
- ≈ συνώνυμα: βουνοκορφή, κορφοβούνι
- (μεταφορικά) το ανώτερο σημείο της εξέλιξης ενός ανθρώπου από επαγγελματική, επιστημονική ή άλλη άποψη
- (γενικότερα) το ανώτερο σημείο σε κάθε ιεραρχικό σύστημα
- ↪ η κορυφή της τροφικής αλυσίδας
- (συνεκδοχικά) ο κορυφαίος στον τομέα του
- ↪ Αυτός ο επιστήμονας είναι κορυφή.
- (γεωμετρία) το σημείο τομής δύο πλευρών πολύπλευρου επίπεδου σχήματος ή τουλάχιστον τριών πλευρών ενός πολυγώνου
- (γαστρονομία) το αφρόγαλα που αποσπάται από το νωπό γάλα με τη χρήση φυγόκεντρου διαχωριστή (κορυφολόγος)
- κορφή (προφορικό)
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
- αποκορύφωμα
- αποκορυφώνω
- αποκορύφωση
- βουνοκορυφή
- κατακόρυφος
- κορφυαίος
- κορυφογραμμή
- κορύφωμα
- κορυφώνω, κορυρώνομαι
- κορύφωση
και με το θέμα κορφ- → δείτε κορφή
- Κατηγορία:Κορυφές βουνών (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
-
Επτά κορυφές στη Βικιπαίδεια

-
Κορυφές οκτώ χιλιάδων μέτρων στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
υψηλότερο σημείο
|
Αναφορές
- κορυφή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κορυφή | αἱ | κορυφαί |
| γενική | τῆς | κορυφῆς | τῶν | κορυφῶν |
| δοτική | τῇ | κορυφῇ | ταῖς | κορυφαῖς |
| αιτιατική | τὴν | κορυφήν | τὰς | κορυφᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | κορυφή | κορυφαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κορυφᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κορυφαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κορυφή < κόρυς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
κορυφή θηλυκό
- το πιο ψηλό σημείο στο κεφάλι ανθρώπου ή ζώου
- (γενικότερα) το πιο ψηλό σημείο σε οτιδήποτε έχει ύψος
- ※ εὕδουσι δ΄ ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραγγες
πρώονές τε καὶ χαράδραι- Kοιμούνται κορφοβούνια και φαράγγια,
και ρεματιές κοιμούνται και ψηλώματα, (Μετάφραση: Ιωάννης Θεοφάνους Κακριδής) - Διδακτικό εγχειρίδιο: Αλκμάν με τρεις μεταφράσεις - Αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Kοιμούνται κορφοβούνια και φαράγγια,
- ※ εὕδουσι δ΄ ὀρέων κορυφαί τε καὶ φάραγγες
- (μεταφορικά) η κορωνίδα
Πηγές
- κορυφή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κορυφή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.