παντού
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
παντού
<
μεσαιωνική ελληνική
παντοῦ
<
πάντα
Επίρρημα
παντού
σε
όλα
τα σημεία, σε
κάθε
τόπο
, προς κάθε κατεύθυνση
δε βρήκα πουθενά το ρολόι μου, αν και έψαξα
παντού
≈
συνώνυμα
:
ολούθε
Αντώνυμα
πουθενά
Μεταφράσεις
παντού
αγγλικά
:
everywhere
(en)
,
απ' άκρη σ' άκρη
:
throughout
(en)
γαλλικά
:
partout
(fr)
πολωνικά
:
wszędzie
(pl)
τουρκικά
:
her yer
(tr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.