κορύφωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορύφωμα τα κορυφώματα
      γενική του κορυφώματος των κορυφωμάτων
    αιτιατική το κορύφωμα τα κορυφώματα
     κλητική κορύφωμα κορυφώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορύφωμα < ελληνιστική κοινή κορύφωμα < κορυφόω < αρχαία ελληνική κορυφή

Ουσιαστικό

κορύφωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.