βουνοκορφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βουνοκορφή | οι | βουνοκορφές |
| γενική | της | βουνοκορφής | των | βουνοκορφών |
| αιτιατική | τη | βουνοκορφή | τις | βουνοκορφές |
| κλητική | βουνοκορφή | βουνοκορφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Βουνοκορφή στον Καύκασο.
Συνώνυμα
- ακροβούνι
- ακρόβουνο
- ακρώρεια
- καταράχι
- → δείτε και τη λέξη κορυφογραμμή
- κορφοβούνι
Αντώνυμα
- → δείτε τη λέξη πρόποδες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.