cima
Ιταλικά
(it)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
cima
cime
cima
(it)
κορυφή
,
λόφος
ναυτικό
σκοινί
Πορτογαλικά
(pt)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
cima
cimas
cima
(pt)
θηλυκό
η
κορυφή
Εκφράσεις
ainda por cima
-
κυρίως
de cima abaixo
- από την
κορυφή
ως τα
νύχια
,
τελείως
em cima
-
πάνω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.