κορφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κορφή | οι | κορφές |
| γενική | της | κορφής | των | κορφών |
| αιτιατική | την | κορφή | τις | κορφές |
| κλητική | κορφή | κορφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κορφή < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κορφή < αρχαία ελληνική κορυφή με συγκοπή του [i] ανάμεσα σε δύο σύμφωνα.[1] Δείτε και το νεοελληνικό κορυφή
Προφορά
- ΔΦΑ : /koɾˈfi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κορ‐φή
Ουσιαστικό
κορφή θηλυκό
Εκφράσεις
- από την κορφή ως τα νύχια : ολοκληρωτικά
- από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα
Αναφορές
- κορφή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.