αποκορύφωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αποκορύφωμα | τα | αποκορυφώματα |
| γενική | του | αποκορυφώματος | των | αποκορυφωμάτων |
| αιτιατική | το | αποκορύφωμα | τα | αποκορυφώματα |
| κλητική | αποκορύφωμα | αποκορυφώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποκορύφωμα < αποκορυφώνω + -μα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.