ύψωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ύψωμα | τα | υψώματα |
| γενική | του | υψώματος | των | υψωμάτων |
| αιτιατική | το | ύψωμα | τα | υψώματα |
| κλητική | ύψωμα | υψώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ύψωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὕψωμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.pso.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ύ‐ψω‐μα
Ουσιαστικό
ύψωμα ουδέτερο
- φυσική ή τεχνητή έξαρση του εδάφους
- (χριστιανισμός, εκκλησιαστικός όρος)
- το αντίδωρο με τη σφραγίδα με το Σταυρό από το κέντρο ου πρόσφορου
- βρασμένο στάρι με διάφορους καρπούς που «υψώνεται» τελετουργικά και ευλογείται σε εκκλησίες από τους συγγενείς κάποιου εορτάζοντα ή τον ίδιο τον εορτάζοντα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ≈ συνώνυμα: παννυχίδα
- εκφράσεις: «σηκώνω ύψωμα»: (εκκληστιαστικό) διαβάζω τελετουργικά σε εκκλησία βρασμένο στάρι με διάφορους καρπούς, που «υψώνεται» από τον ιερέα και ευλογείται προς τιμήν κάποιου που εορτάζει
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ύψωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.