ύψωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ύψωμα τα υψώματα
      γενική του υψώματος των υψωμάτων
    αιτιατική το ύψωμα τα υψώματα
     κλητική ύψωμα υψώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ύψωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὕψωμα
  • για την εκκλησιαστική σημασία < υψών(ω) + -μα (κυριολεκτικά: το να υψώνω) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.pso.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ύψωμα

Ουσιαστικό

ύψωμα ουδέτερο

  1. φυσική ή τεχνητή έξαρση του εδάφους
  2. (χριστιανισμός, εκκλησιαστικός όρος)
    1. το αντίδωρο με τη σφραγίδα με το Σταυρό από το κέντρο ου πρόσφορου
    2. βρασμένο στάρι με διάφορους καρπούς που «υψώνεται» τελετουργικά και ευλογείται σε εκκλησίες από τους συγγενείς κάποιου εορτάζοντα ή τον ίδιο τον εορτάζοντα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
       συνώνυμα: παννυχίδα
      εκφράσεις: «σηκώνω ύψωμα»: (εκκληστιαστικό) διαβάζω τελετουργικά σε εκκλησία βρασμένο στάρι με διάφορους καρπούς, που «υψώνεται» από τον ιερέα και ευλογείται προς τιμήν κάποιου που εορτάζει

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.