κεραία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κεραία | οι | κεραίες |
| γενική | της | κεραίας | των | κεραιών |
| αιτιατική | την | κεραία | τις | κεραίες |
| κλητική | κεραία | κεραίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κεραία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεραία[1]
- για το σημάδι στη γραμματική: < ελληνιστική σημασία
- μεταφορικά, και τεχνολογία: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική antenne

Κεραία μαύρης μύγας.

Παραβολική κεραία.

κεραίες σε στέγη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ceˈɾe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ραί‐α
Ουσιαστικό
κεραία θηλυκό
- (εντομολογία) λεπτό σαν τρίχα αισθητήριο όργανο ορισμένων εντόμων που προεξέχει από το κεφάλι τους
- (μεταφορικά, στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη κεραίες: η ικανότητα να συλλαμβάνει κάποιος τα υπόδηλα μηνύματα άλλων ανθρώπων, του περιβάλλοντος, της εποχής κ.λπ.
- ↪ άνθρωπος με ευαίσθητες κεραίες
- (τεχνολογία) μεταλλικός ιστός που προσαρτάται σε συσκευές ή τοποθετείται σε κτήρια και υψώματα με σκοπό την εκπομπή ή λήψη ραδιοφωνικών, τηλεοπτικών, τηλεφωνικών κλπ σημάτων
- (ναυτικός όρος) μακρύ λεπτό ξύλο που κρεμάται κάθετα στο κατάρτι και φέρει πανιά ή σημαίες και σήματα
- (τυπογραφικό σημάδι)
- (γραμματική) ευθεία γραμμή πάνω από τα δίχρονα φωνήεντα, που δηλώνει ότι είναι μακρά (ᾱ, ῑ, ῡ)
- μικρή γραμμή που συνοδεύει ελληνικά γράμματα για τη δημιουργία αριθμών
- γραπτό σημείο με τη μορφή οριζόντιας γραμμής (παύλα) που χρησιμοποιείται στην αρχή των περιόδων ενός διαλόγου ή στην αρχή και το τέλος παρενθετικού λόγου
- έκφραση: μέχρι κεραίας : (κάνω κάτι) με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια
Μεταφράσεις
όργανο εντόμων
Αναφορές
- κεραία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κεραία < κέρας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
κεραία θηλυκό
- (ποιητικό) κερατοειδής απόληξη
- (συνεκδοχικά) οτιδήποτε προεξέχει σαν κέρατο
- ιστός ιστιοφόρου πλοίου
- δοκός γερανού
- τα προεξέχοντα μέρη του αστραγάλου
- (ελληνιστική κοινή) (γραμματική) ευθεία γραμμή πάνω από τα δίχρονα φωνήεντα, που δηλώνει ότι είναι μακρά (ᾱ, ῑ, ῡ)
- ※ ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται. (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, ε' 18)
- το σκέλος του διαβήτη
- κορυφή όρους
- στρατιωτική παράταξη
- τόξο κατασκευασμένο από κέρατο
Πηγές
- κεραία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κεραία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.