απόληξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόληξη οι απολήξεις
      γενική της απόληξης* των απολήξεων
    αιτιατική την απόληξη τις απολήξεις
     κλητική απόληξη απολήξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απολήξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόληξη < (ελληνιστική κοινή) ἀπόληξις

Ουσιαστικό

απόληξη θηλυκό

  • το τμήμα ενός αντικειμένου που θεωρείται ότι είναι η άκρη του

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.