παύλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παύλα | οι | παύλες |
| γενική | της | παύλας | των | παυλών |
| αιτιατική | την | παύλα | τις | παύλες |
| κλητική | παύλα | παύλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παύλα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παῦλα (σταμάτημα) < παύω. Συγκρίνετε με το παύση
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpa.vla/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παύ‐λα
Ουσιαστικό
παύλα θηλυκό
- (σημείο στίξης) μικρή οριζόντια γραμμούλα στο ύψος της μέσης κεφαλαίου γράμματος. Χρησιμοποιείται στα κείμενα, στην αρχή μιας ενότητας
- για να δείξει ότι ξεκινάει να μιλάει άλλος ομιλητής, συνήθως και με αλλαγή παραγράφου
- (όταν ακολουθεί δεύτερη παύλα στο τέλος της φράσης) κάτι εμβόλιμο στη σκέψη ή στην κουβέντα
- (κανονικές εκφράσεις) μεταχαρακτήρας που δηλώνει διάστημα σε ακολουθία αλφαβητικών ή αριθμητικών χαρακτήρων σε μια κλάση χαρακτήρων
- στη δήλωση της κλάσης χαρακτήρων αντί να γραφτούν ένα ένα όλα τα γράμματα της αλφαβήτου μπορεί να γραφτεί
[a-z]χρησιμοποιώντας την παύλα ( - ) - δείτε επίσης: glob
- στη δήλωση της κλάσης χαρακτήρων αντί να γραφτούν ένα ένα όλα τα γράμματα της αλφαβήτου μπορεί να γραφτεί
- (γενικότερα, προφορικό) κάθε τυπογραφικό οριζόντιο σημάδι που μοιάζει με παύλα
Εκφράσεις
- τελεία και παύλα: δηλώνει οριστική απόφαση
Παράγωγα
- κάτω παύλα
- παυλίτσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.