πανί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πανί | τα | πανιά |
| γενική | του | πανιού | των | πανιών |
| αιτιατική | το | πανί | τα | πανιά |
| κλητική | πανί | πανιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Σχέδιο με τα πανιά ιστιοφόρου (1898).
Ετυμολογία
- πανί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πανίον < ελληνιστική κοινή πάννος < λατινική pannus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂n- (ύφασμα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νί
- τονικό παρώνυμο: πάνυ
Ουσιαστικό
πανί ουδέτερο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.