χίλια

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χίλια < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χίλια, ουδέτερο του χίλιοι

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈçi.ʎa/
ομόηχο: χείλια

Αριθμητικό

χίλια

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χίλια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χίλιοι

Αριθμητικό

χίλια

  • (απόλυτο αριθμητικό) το χίλια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.