ιστιοφόρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ιστιοφόρο | τα | ιστιοφόρα |
| γενική | του | ιστιοφόρου | των | ιστιοφόρων |
| αιτιατική | το | ιστιοφόρο | τα | ιστιοφόρα |
| κλητική | ιστιοφόρο | ιστιοφόρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
- ιστιοφόρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἱστιοφόρον (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του ἱστιοφόρος) < ἱστίον + φέρω
-
ιστιοφόρο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.