αντένα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντένα | οι | αντένες |
| γενική | της | αντένας | των | αντενών |
| αιτιατική | την | αντένα | τις | αντένες |
| κλητική | αντένα | αντένες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Αντένα ραντάρ.
Ετυμολογία
- αντένα [1][2]
- για τον ναυτικό όρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική αντένα < ιταλική antenna < λατινική antenna
- για την κεραία < (άμεσο δάνειο) γαλλική antenne
Προφορά
Ουσιαστικό
αντένα θηλυκό
- η κεραία (όπως τηλεόρασης, ραντάρ, ασυρμάτου, ραδιοφώνου)
- (ναυτικός όρος) τα οριζόντια ξύλα απ' τα οποία κρέμονται τα πανιά
- έχει γραφτεί και χωρίς απολοποίηση των δύο <νν>: αντέννα, κατά τα λατινικά
Αναφορές
- αντένα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.