κέρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κέρας τα κέρατα
      γενική του κέρατος των κεράτων
    αιτιατική το κέρας τα κέρατα
     κλητική κέρας κέρατα
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κέρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κέρας

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈce.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κέρας

Ουσιαστικό

κέρας ουδέτερο

  1. (λόγιο) κέρατο
  2. (λόγιο) οτιδήποτε έχει σχήμα κέρατου
  3. (παρωχημένο, μουσικό όργανο) το κόρνο

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         ενικός     πληθυντικός     πληθυντικός  
κερᾰσ- κερᾰτ- κερᾰσ- κερᾰτ-
ονομαστική τὸ κέρᾰς τὰ κέρ κέρᾰτ
      γενική τοῦ κέρως κέρᾰτος τῶν κερῶν κεράτων
      δοτική τῷ κέρ κέρᾰτ τοῖς κέρᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κέρᾰς τὰ κέρ κέρᾰτ
     κλητική ! κέρᾰς κέρ κέρᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κέρ
γεν-δοτ τοῖν  κεροῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'κρέας' όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κέρας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂-[1]

Ουσιαστικό

κέρας ουδέτερο

  1. το κέρατο ζώου
  2. κέρατο (υλικό)
  3. πτέρυγα στρατεύματος
  4. προεξοχή βουνού

Εκφράσεις

Αναφορές

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.