κέρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κέρας | τα | κέρατα |
| γενική | του | κέρατος | των | κεράτων |
| αιτιατική | το | κέρας | τα | κέρατα |
| κλητική | κέρας | κέρατα | ||
| Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κέρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κέρας
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈce.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κέ‐ρας
Ουσιαστικό
κέρας ουδέτερο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κέρατο
Μεταφράσεις
κέρας
|
→ δείτε τη λέξη κέρατο |
Πηγές
- κέρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κέρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | ενικός | πληθυντικός | πληθυντικός | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| κερᾰσ- | κερᾰτ- | κερᾰσ- | κερᾰτ- | |||||
| ονομαστική | τὸ | κέρᾰς | τὰ | κέρᾱ | κέρᾰτᾰ | |||
| γενική | τοῦ | κέρως | κέρᾰτος | τῶν | κερῶν | κεράτων | ||
| δοτική | τῷ | κέρᾳ | κέρᾰτῐ | τοῖς | κέρᾰσῐ(ν) | |||
| αιτιατική | τὸ | κέρᾰς | τὰ | κέρᾱ | κέρᾰτᾰ | |||
| κλητική ὦ! | κέρᾰς | κέρᾱ | κέρᾰτᾰ | |||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κέρᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | κεροῖν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κρέας' όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κέρας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱerh₂-[1]
Εκφράσεις
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- κέρας - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κέρας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.