καμπύλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καμπύλος | η | καμπύλη | το | καμπύλο |
| γενική | του | καμπύλου | της | καμπύλης | του | καμπύλου |
| αιτιατική | τον | καμπύλο | την | καμπύλη | το | καμπύλο |
| κλητική | καμπύλε | καμπύλη | καμπύλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καμπύλοι | οι | καμπύλες | τα | καμπύλα |
| γενική | των | καμπύλων | των | καμπύλων | των | καμπύλων |
| αιτιατική | τους | καμπύλους | τις | καμπύλες | τα | καμπύλα |
| κλητική | καμπύλοι | καμπύλες | καμπύλα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

Κλειστή και ανοιχτή καμπύλη.
Ετυμολογία
- καμπύλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καμπύλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /kamˈbi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μπύ‐λος
Επίθετο
καμπύλος, -η, -ο
- που δεν είναι ευθύγραμμος αλλά κάμπτεται σε διάφορα σημεία και που μεταβάλλει κατεύθυνση χωρίς να σχηματίζει γωνία
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη καμπύλη
Συνώνυμα
Συγγενικά
→ δείτε τη λέξη κάμπτω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | καμπύλος | ἡ | καμπύλη | τὸ | καμπύλον |
| γενική | τοῦ | καμπύλου | τῆς | καμπύλης | τοῦ | καμπύλου |
| δοτική | τῷ | καμπύλῳ | τῇ | καμπύλῃ | τῷ | καμπύλῳ |
| αιτιατική | τὸν | καμπύλον | τὴν | καμπύλην | τὸ | καμπύλον |
| κλητική ὦ! | καμπύλε | καμπύλη | καμπύλον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | καμπύλοι | αἱ | καμπύλαι | τὰ | καμπύλᾰ |
| γενική | τῶν | καμπύλων | τῶν | καμπύλων | τῶν | καμπύλων |
| δοτική | τοῖς | καμπύλοις | ταῖς | καμπύλαις | τοῖς | καμπύλοις |
| αιτιατική | τοὺς | καμπύλους | τὰς | καμπύλᾱς | τὰ | καμπύλᾰ |
| κλητική ὦ! | καμπύλοι | καμπύλαι | καμπύλᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καμπύλω | τὼ | καμπύλᾱ | τὼ | καμπύλω |
| γεν-δοτ | τοῖν | καμπύλοιν | τοῖν | καμπύλαιν | τοῖν | καμπύλοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «στρογγύλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
καμπύλος, -η, -ον
- καμπύλος
- καμπύλα τόξα ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 3 (Γ), στίχ. 17
- (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη καμπύλη
Συγγενικά
- διακαμπυλόω
- ἐπικαμπύλος
- καμπυλεύομαι
- καμπύλη
- καμπυλιάζω
- καμπύλλω
- καμπυλοειδής
- καμπυλόεις
- καμπυλόομαι
- καμπυλόπρυμνος
- καμπυλόρριν
- καμπυλοσαλπιστής
- καμπυλότης
- καμπύλοχος
- μακροκαμπυλαύχην
- προκάμπυλος
→ και δείτε τη λέξη κάμπτω
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- καμπύλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καμπύλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.