καμπυλοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καμπυλοειδής η καμπυλοειδής το καμπυλοειδές
      γενική του καμπυλοειδούς* της καμπυλοειδούς του καμπυλοειδούς
    αιτιατική τον καμπυλοειδή την καμπυλοειδή το καμπυλοειδές
     κλητική καμπυλοειδή(ς) καμπυλοειδής καμπυλοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καμπυλοειδείς οι καμπυλοειδείς τα καμπυλοειδή
      γενική των καμπυλοειδών των καμπυλοειδών των καμπυλοειδών
    αιτιατική τους καμπυλοειδείς τις καμπυλοειδείς τα καμπυλοειδή
     κλητική καμπυλοειδείς καμπυλοειδείς καμπυλοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καμπυλοειδής < ελληνιστική κοινή καμπυλοειδής

Επίθετο

καμπυλοειδής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.