καμπυλόγραμμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καμπυλόγραμμος | η | καμπυλόγραμμη | το | καμπυλόγραμμο |
| γενική | του | καμπυλόγραμμου | της | καμπυλόγραμμης | του | καμπυλόγραμμου |
| αιτιατική | τον | καμπυλόγραμμο | την | καμπυλόγραμμη | το | καμπυλόγραμμο |
| κλητική | καμπυλόγραμμε | καμπυλόγραμμη | καμπυλόγραμμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καμπυλόγραμμοι | οι | καμπυλόγραμμες | τα | καμπυλόγραμμα |
| γενική | των | καμπυλόγραμμων | των | καμπυλόγραμμων | των | καμπυλόγραμμων |
| αιτιατική | τους | καμπυλόγραμμους | τις | καμπυλόγραμμες | τα | καμπυλόγραμμα |
| κλητική | καμπυλόγραμμοι | καμπυλόγραμμες | καμπυλόγραμμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καμπυλόγραμμος < καμπύλ(ος) + -ό- + -γραμμος
Επίθετο
καμπυλόγραμμος
- (γεωμετρία) που έχει ή σχηματίζει καμπύλες γραμμές
- (ουσιαστικοποιημένο) καμπυλόγραμμο:
- (γεωμετρία) καμπυλόγραμμο σχήμα
- όργανο με τη βοήθεια του οποίου σχεδιάζουμε καμπύλες
- μορφές: καμπυλογράφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.