ευθύγραμμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευθύγραμμος | η | ευθύγραμμη | το | ευθύγραμμο |
| γενική | του | ευθύγραμμου | της | ευθύγραμμης | του | ευθύγραμμου |
| αιτιατική | τον | ευθύγραμμο | την | ευθύγραμμη | το | ευθύγραμμο |
| κλητική | ευθύγραμμε | ευθύγραμμη | ευθύγραμμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευθύγραμμοι | οι | ευθύγραμμες | τα | ευθύγραμμα |
| γενική | των | ευθύγραμμων | των | ευθύγραμμων | των | ευθύγραμμων |
| αιτιατική | τους | ευθύγραμμους | τις | ευθύγραμμες | τα | ευθύγραμμα |
| κλητική | ευθύγραμμοι | ευθύγραμμες | ευθύγραμμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.png.webp)
Το ευθύγραμμο τμήμα ΑΒ.
Ετυμολογία
- ευθύγραμμος < ευθύ(ς) + -γραμμος
Επίθετο
ευθύγραμμος, -η, -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.