κυρτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυρτός | η | κυρτή | το | κυρτό |
| γενική | του | κυρτού | της | κυρτής | του | κυρτού |
| αιτιατική | τον | κυρτό | την | κυρτή | το | κυρτό |
| κλητική | κυρτέ | κυρτή | κυρτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυρτοί | οι | κυρτές | τα | κυρτά |
| γενική | των | κυρτών | των | κυρτών | των | κυρτών |
| αιτιατική | τους | κυρτούς | τις | κυρτές | τα | κυρτά |
| κλητική | κυρτοί | κυρτές | κυρτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυρτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυρτός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciɾˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυρ‐τός
Επίθετο
κυρτός, -ή, -ό
- που έχει σκύψει· σκυμμένος· σκυφτός
- που η επιφάνειά του είναι καμπύλη και το κεντρικό του σημείο μπορεί να έρθει σε επαφή με επίπεδη επιφάνεια
- (γεωμετρία) σχήμα του οποίου οποιαδήποτε δύο σημεία του μπορούν να ενωθούν με ευθύγραμμο τμήμα το οποίο να περιλαμβάνεται μέσα στο σχήμα
- ↪ όλα τα τρίγωνα είναι κυρτά
Αντώνυμα
Συγγενικά
-
κυρτότητα στη Βικιπαίδεια

Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κυρτός | ἡ | κυρτή | τὸ | κυρτόν |
| γενική | τοῦ | κυρτοῦ | τῆς | κυρτῆς | τοῦ | κυρτοῦ |
| δοτική | τῷ | κυρτῷ | τῇ | κυρτῇ | τῷ | κυρτῷ |
| αιτιατική | τὸν | κυρτόν | τὴν | κυρτήν | τὸ | κυρτόν |
| κλητική ὦ! | κυρτέ | κυρτή | κυρτόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | κυρτοί | αἱ | κυρταί | τὰ | κυρτᾰ́ |
| γενική | τῶν | κυρτῶν | τῶν | κυρτῶν | τῶν | κυρτῶν |
| δοτική | τοῖς | κυρτοῖς | ταῖς | κυρταῖς | τοῖς | κυρτοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | κυρτούς | τὰς | κυρτᾱ́ς | τὰ | κυρτᾰ́ |
| κλητική ὦ! | κυρτοί | κυρταί | κυρτᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυρτώ | τὼ | κυρτᾱ́ | τὼ | κυρτώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | κυρτοῖν | τοῖν | κυρταῖν | τοῖν | κυρτοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυρτός < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- κυρτός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυρτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.