καμπυλόγραμμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καμπυλόγραμμο τα καμπυλόγραμμα
      γενική του καμπυλόγραμμου των καμπυλόγραμμων
    αιτιατική το καμπυλόγραμμο τα καμπυλόγραμμα
     κλητική καμπυλόγραμμο καμπυλόγραμμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμπυλόγραμμο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου καμπυλόγραμμος

Ουσιαστικό

καμπυλόγραμμο ουδέτερο

  1. (γεωμετρία) καμπυλόγραμμο σχήμα
  2. όργανο με τη βοήθεια του οποίου σχεδιάζουμε καμπύλες
    άλλες μορφές: καμπυλογράφος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.