καμπυλότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμπυλότητα οι καμπυλότητες
      γενική της καμπυλότητας των καμπυλοτήτων
    αιτιατική την καμπυλότητα τις καμπυλότητες
     κλητική καμπυλότητα καμπυλότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμπυλότητα < αρχαία ελληνική καμπυλότης < καμπύλος

Ουσιαστικό

καμπυλότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του καμπύλου
  2. τμήμα ενός αντικειμένου με καμπύλο σχήμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.