καμπυλότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | καμπυλότης | αἱ | καμπυλότητες |
| γενική | τῆς | καμπυλότητος | τῶν | καμπυλοτήτων |
| δοτική | τῇ | καμπυλότητῐ | ταῖς | καμπυλότησῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | καμπυλότητᾰ | τὰς | καμπυλότητᾰς |
| κλητική ὦ! | καμπυλότης | καμπυλότητες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καμπυλότητε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καμπυλοτήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καμπυλότης < καμπύλο(ς) + -της < κάμπτω
Πηγές
- καμπυλότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.