καμπυλότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καμπυλότης αἱ καμπυλότητες
      γενική τῆς καμπυλότητος τῶν καμπυλοτήτων
      δοτική τῇ καμπυλότητ ταῖς καμπυλότησ(ν)
    αιτιατική τὴν καμπυλότητ τὰς καμπυλότητᾰς
     κλητική ! καμπυλότης καμπυλότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καμπυλότητε
γεν-δοτ τοῖν  καμπυλοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμπυλότης < καμπύλο(ς) + -της < κάμπτω

Ουσιαστικό

καμπυλότης θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.