καμπυλογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καμπυλογράφος | οι | καμπυλογράφοι |
| γενική | του | καμπυλογράφου | των | καμπυλογράφων |
| αιτιατική | τον | καμπυλογράφο | τους | καμπυλογράφους |
| κλητική | καμπυλογράφε | καμπυλογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καμπυλογράφος < καμπύλη + -ο- + -γράφος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική curvigraphe)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
