κακία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακία οι κακίες
      γενική της κακίας των κακιών
    αιτιατική την κακία τις κακίες
     κλητική κακία κακίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κακία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κακία[1] < κακός

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κακία

Ουσιαστικό

κακία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του κακού, η επιθυμία ή η τάση να κάνει κάποιος κακές πράξεις
    Ο Ηρακλής έπρεπε να διαλέξει ποιον δρόμο θα ακολουθήσει: τον δρόμο της αρετής ή τον δρόμο της κακίας;
  2. λόγος ή πράξη που δείχνει έχθρα και αποσκοπεί στο να πληγώσει τον άλλον
    αυτό που είπες ήταν μεγάλη κακία
  3. η μνησικακία, το να κρατάει κάποιος μέσα του την ανάμνηση του κακού που του έκανε κάποιος άλλος
    μου κρατάει κακία για κάτι που έγινε πριν από πολλά χρόνια
    Ώστε δε δέχεσαι τη συγγνώμη μου; Η κακία θα σου μείνει!

  • κάκια

Εκφράσεις

  • κρατάω κακία
      Μας χαιρέτησε με αγάπη να δείξει πως δε μας κρατούσε κακία. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
  • αργία μήτηρ πάσης κακίας

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κακός

Μεταφράσεις

Αναφορές


Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κακί αἱ κακίαι
      γενική τῆς κακίᾱς τῶν κακιῶν
      δοτική τῇ κακί ταῖς κακίαις
    αιτιατική τὴν κακίᾱν τὰς κακίᾱς
     κλητική ! κακί κακίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κακί
γεν-δοτ τοῖν  κακίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κακία < κακ(ός) + -ία

Ουσιαστικό

κᾰκία θηλυκό

  1. κακή ποιότητα χαρακτήρα
     αντώνυμα: ἀρετή
     δείτε και τη λέξη  κακίαι (πληθυντικός, τα ελαττώματα)
  2. δειλία
  3. αδράνεια, νωθρότητα
  4. η κακία, η μοχθηρότητα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κακός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.