εθελοκακία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εθελοκακία | οι | εθελοκακίες |
| γενική | της | εθελοκακίας | των | εθελοκακιών |
| αιτιατική | την | εθελοκακία | τις | εθελοκακίες |
| κλητική | εθελοκακία | εθελοκακίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εθελοκακία < ελληνιστική κοινή ἐθελοκακία
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
εθελοκακία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.