κακιώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κακιώνω < κακία

Ρήμα

κακιώνω

  • θυμώνω με κάποιον με τον οποίο είχα καλές σχέσεις και του κρατάω κακία, δεν του μιλάω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.