αδράνεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδράνεια οι αδράνειες
      γενική της αδράνειας των αδρανειών
    αιτιατική την αδράνεια τις αδράνειες
     κλητική αδράνεια αδράνειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδράνεια < (ελληνιστική κοινή) ἀδράνεια < αρχαία ελληνική ἀδρανής

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈðɾa.ni.a/

Ουσιαστικό

αδράνεια θηλυκό

  1. το να έχει παραμείνει κάποιος (ή κάτι) αδρανής επί ένα ορισμένο διάστημα
    μετά από αιώνες αδράνειας το ηφαίστειο άρχισε πάλι να εκτοξεύει θερμά αέρια και στάχτη
  2. η ακινησία, η έλλειψη διάθεσης για ενέργεια, δράση
    η αδράνεια αυτού του ανθρώπου, τη στιγμή που αντιμετωπίζει τόσο πιεστικές ανάγκες, είναι ανεξήγητη
  3. (φυσική) η ιδιότητα των σωμάτων να αντιστέκονται σε οποιαδήποτε μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης

Μεταφράσεις

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.