κάκιωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάκιωμα τα κακιώματα
      γενική του κακιώματος των κακιωμάτων
    αιτιατική το κάκιωμα τα κακιώματα
     κλητική κάκιωμα κακιώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάκιωμα < κακιώνω

Ουσιαστικό

κάκιωμα ουδέτερο (ο πληθ. δεν συνηθίζεται ιδιαίτερα)

  • το αποτέλεσμα του κακιώνω, όταν δύο ή περισσότερα άτομα κρατάνε μούτρα ο ένας στον άλλον, αρνούνται να μιλήσουν μεταξύ τους εξαιτίας κάποιας προηγηθείσας διένεξης, το να κρατάει κάποιος κακία σε κάποιον άλλον (αμοιβαία και μη), να είναι πολύ δυσαρεστημένος μαζί του, το ξέκομμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.